- στρεπτοφόρος
- στρεπτοφόροςwearing a collarmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρεπτοφόρος — ον, Α αυτός που φορά στρεπτό περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτός + φόρος*] … Dictionary of Greek
στρεπτοφόροι — στρεπτοφόρος wearing a collar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτοφόρους — στρεπτοφόρος wearing a collar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
τορκουάτος — ὁ, Μ ο στρεπτοφόρος, αυτός που φορεί περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. torquatus «αυτός που φορεί στρεπτό περιδέραιο» (< λατ. torqueo «στρέφω»)] … Dictionary of Greek
χαραδριός — (charadrius). Γένος πτηνών της οικογένειας των χαραδριιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Απαντούν συχνότερα στις ακτές της νότιας Ευρώπης την εποχή των μεταναστεύσεων. Κατά την άμπωτη, όταν δηλαδή χαμηλώνει η θάλασσα, οι χ. Τρέφονται με μικρά… … Dictionary of Greek